ερεισμός

ερεισμός
ἐρεισμός, ὁ (Α) [ερείδω]
το έρεισμα, το στήριγμα, η υποστήριξη («ἔρεισμα καὶ ἐρεισμόν», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐρεισμοῖς — ἐρεισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεισμόν — ἐρεισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”